- υπέροπλος
- -ον, Α(επικ. τ.)1. αυτός που έχει υπερβολική πίστη στη δύναμη τών όπλων του2. (κατ' επέκτ.) υπεροπτικός, περήφανος3. (για καταστάσεις) υπερβολικός («ἄταν ὑπέροπλον», Πίνδ.)4. (για πρόσ.) πολύ δυνατός5. (για ψάρια) υπερμεγέθης, πελώριος6. φρ. (στον Όμ.) «ὑπέροπλον ἔειπεν» — μίλησε με υπεροψία και αυθάδεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. ἔν-οπλος].
Dictionary of Greek. 2013.